ρινηλατώ

From LSJ
Revision as of 08:40, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ῥινηλατῶ, -έω, ΝΑ ῥινηλάτης
ανιχνεύω με τη μύτη, ιχνηλατώ με την όσφρηση («τοὺς κύνας ἀφέντες ῥινηλατεῖν», Λόγγ.)
αρχ.
μτφ. προσπαθώ να μυριστώ, προσπαθώ να διακρίνω, να εξιχνιάσω κάτιἴχνος κακῶν ῥινηλατούσῃ τῶν πάλαι πεπραγμένων», Αισχύλ.).