ῥόμμα

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόμμα Medium diacritics: ῥόμμα Low diacritics: ρόμμα Capitals: ΡΟΜΜΑ
Transliteration A: rhómma Transliteration B: rhomma Transliteration C: romma Beta Code: r(o/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (ῥόφω)

   A = ῥόφημα, Hp. ap. Gal.19.135.

German (Pape)

[Seite 848] τό, = ῥόφημα, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόμμα: τό, (ῥοφέω) = ῥόφημα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 554.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το ῥόφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. του ῥόφημα (> ῥόφμα > ρόμμα). Το ρ. ῥόφω που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικόν είναι μάλλον επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα ῥόμμα, ῥοπτός.