σακίδιο

From LSJ
Revision as of 15:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source

Greek Monolingual

το / σακκίδιον, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) σάκος με μικρή χωρητικότητα
νεοελλ.
1. μικρός σάκος που κρεμάει στον ώμο του ο στρατιώτης ή ο πεζοπόρος
2. στρ. μικρός σάκος που χρησίμευε ως υποδοχή για το γέμισμα με πυρίτιδα τών πυροβόλων που έβαλλαν βλήματα χωρίς μεταλλικό κάλυκα
3. μικρός σάκος που φέρει στον ώμο ο κυνηγός, προκειμένου να μεταφέρει τρόφιμα και θηράματα
4. ανατ. υμενώδες όργανο που βρίσκεται μέσα στην αίθουσα του έσω αφτιού, αμέσως κάτω από το ασκίδιο, και έχει μεγάλη σημασία για την ισορροπία του ατόμου, αλλ. σφαιρικό κυστίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πυρηνίδιον)].