σαράπους
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ, acc. σαράπουν and, in Alc.37B, σάραπον:—
A splay-footed, Alc. l.c., Gal.19.136. (From σαίρω (B),= ἐπισύρων τὼ πόδε, D.L.1.81; from σαίρω (A),= διασεσηρότας καὶ διεστῶτας ἔχουσα τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν, Gal.l.c.)
German (Pape)
[Seite 862] eigtl. Einer, der mit den Füßen kehrt, fegt, dah. der breite auseinanderstehende, Füße hat u. sie im Gehen schleppt, lat. plautus., od. nach Galen. Füße mit breit auseinanderstehenden Zehen.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰράπους: [ρᾰ], -ποδος, ὁ, ἡ, αἰτ. σαράπουν καὶ παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ 38· σάραπον· (σαίρω ΙΙ, ποὺς) ὁ διὰ τῶν ποδῶν τοῦ σαρώνων, δηλ. ὁ ἔχων πόδας στρεβλοὺς καὶ σύρων αὐτοὺς κατὰ γῆς ἐν ᾧ βαδίζει, πατύπους, Λατ. plautus, Ἀλκαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ., Γαλην. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 396.
Greek Monolingual
-ποδος, ὁ, ἡ, Α
στραβοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί-πους, πλατύ-πους].
Russian (Dvoretsky)
σαράπους: 2, gen. ποδος, эол. σάραπος, ω adj. σαίρω страдающий плоскостопием Diog. L.