σελαγίζω
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
A = σελαγέω 11, Hymn.in PRoss.-Georg.11.17 (iii A.D.), Nonn.D.7.195, al.
Greek (Liddell-Scott)
σελᾰγίζω: τῷ προηγ. ΙΙ., Νόνν. Δ. 7. 195, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελαγίζει· αἴθεται, φλέγεται. ἀπὸ τοῦ σέλας».
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σελαΐζω Μ
εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σελαγίζει
αἴθεται, φλέγεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σέλας.