σελαγίζω

From LSJ
Revision as of 22:04, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σελᾰγίζω Medium diacritics: σελαγίζω Low diacritics: σελαγίζω Capitals: ΣΕΛΑΓΙΖΩ
Transliteration A: selagízō Transliteration B: selagizō Transliteration C: selagizo Beta Code: selagi/zw

English (LSJ)

   A = σελαγέω 11, Hymn.in PRoss.-Georg.11.17 (iii A.D.), Nonn.D.7.195, al.

Greek (Liddell-Scott)

σελᾰγίζω: τῷ προηγ. ΙΙ., Νόνν. Δ. 7. 195, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σελαγίζει· αἴθεται, φλέγεται. ἀπὸ τοῦ σέλας».

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σελαΐζω Μ
εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σελαγίζει
αἴθεται, φλέγεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σέλας.