σιδεροκέφαλος

From LSJ
Revision as of 13:17, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

και σιδηροκέφαλος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει σιδερένιο κεφάλι
2. μτφ. α) αυτός που έχει πολύ καλή υγεία, ο σιδερένιος
β) πεισματάρης, ισχυρογνώμονας
3. (η ονομ. του αρσ. και του θηλ. ως ευχή) σιδεροκέφαλος, -η
λέγεται ως ευχή για να στεριώσει ο δεσμός ή η θέση τους σε άτομα που πρόσφατα αρραβωνιάστηκαν ή παντρεύτηκαν, ανάρρωσαν από μία αρρώστια ή διορίστηκαν σε μια υπηρεσία
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιδεροκέφαλα
ζώα, κυρίως γιδοπρόβατα, τα οποία παραχωρούνται στον μισθωτή ενός κτήματος με τον όρο να τά επιστρέψει όλα σώα μετά τη λήξη της μισθώσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- / σιδηρο- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. σκυλοκέφαλος.