σκυλοκέφαλος
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
Greek Monolingual
ο, Ν
1. αυτός που έχει κεφάλι όμοιο με κεφάλι σκύλου, κυνοκέφαλος
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Σκυλοκέφαλοι
(λαογρ.) α) ονομασία μυθικού λαού αγρίων, που σύμφωνα με την παράδοση είχαν σώμα και φωνή ανθρώπου και κεφάλι σκύλου και κατοικούσαν πέρα από τις Ινδίες
β) μυθικό φύλο περίεργων όντων, που από εμπρός είναι άνθρωποι και από πίσω σκύλοι και τα οποία, κατά μία ερμηνεία, αποτελούν αλληγορική εικόνα τών δολίων και κολάκων, οι οποίοι φανερά προσποιούνται τον φίλο, ενώ στην πραγματικότητα απεργάζονται το κακό εκείνων που τους πιστεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βουκέφαλος.