σιδηροδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροδάκτῠλος Medium diacritics: σιδηροδάκτυλος Low diacritics: σιδηροδάκτυλος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: sidērodáktylos Transliteration B: sidērodaktylos Transliteration C: sidirodaktylos Beta Code: sidhroda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A iron-fingered, κρεάγρη AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 879] eisenfingerig, mit eisernen Fingern, κρεάγρα, Philp. 13 (VI, 101).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων δακτύλους ἐκ σιδήρου, κρεάγρα Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts de fer.
Étymologie: σίδηρος, δάκτυλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. ροδο-δάκτυλος.

Greek Monotonic

σῐδηροδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια δάχτυλα, σε Ανθ.