σιτόκουρος

From LSJ
Revision as of 03:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτόκουρος Medium diacritics: σιτόκουρος Low diacritics: σιτόκουρος Capitals: ΣΙΤΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: sitókouros Transliteration B: sitokouros Transliteration C: sitokouros Beta Code: sito/kouros

English (LSJ)

ον, (κείρω)

   A consuming bread and doing nothing else, wastrel. Alex.177, Men.244, 420.

German (Pape)

[Seite 885] Getreide fressend, bes. ein unnützer Mensch, ein Brotfresser, fruges consumere natus, Menand. bei Ath. VI, 247 e.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτόκουρος: -ον, (κείρω) ὁ καταναλίσκων σῖτον καὶ μηδὲν ἕτερον ποιῶν, «ὁ μάτην τρεφόμενος» Ἡσύχ., fruges consumere natus, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 6, Μένανδρος ἐν «Θρασυλέοντι» 4, «Πωλουμένοις» 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που μόνο τρώει και δεν εργάζεται, χαραμοψώμης, χαραμοφάης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κουρος (< κουρά «κόψιμο, αποκοπή, κούρεμα»), πρβλ. βιό-κουρος].

Russian (Dvoretsky)

σῑτόκουρος: ὁ истребитель хлеба, т. е. дармоед, тунеядец Men.