σκιαθίς

From LSJ
Revision as of 22:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾰθίς Medium diacritics: σκιαθίς Low diacritics: σκιαθίς Capitals: ΣΚΙΑΘΙΣ
Transliteration A: skiathís Transliteration B: skiathis Transliteration C: skiathis Beta Code: skiaqi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, an unknown fish (perh.    A = σκίαινα), Epich.44.

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, = σκίαινα, Epichartm. bei Ath. VII, 322 f.

French (Bailly abrégé)

[ῐᾰῐ] ίδος (ἡ),
c. σκίαινα, EPICH. fr. 28 Ahr.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
πιθ. η σκίαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τη λ. σκίαινα «είδος ψαριού» δεν φαίνεται πιθανή. Ο τ., τέλος, λόγω της μορφής του έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το όνομα της νήσου Σκιάθου].