ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
[Seite 905] ὁ, = σκορπίος 4, Sp.
σκορπίων: ὁ, = σκορπίος V, Γλωσσ.
-ωνος, ὁ, Αείδος πολεμικής μηχανής, ο σκορπιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα -ίων (πρβλ. στεφανίων)].