στεφανίων

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνίων Medium diacritics: στεφανίων Low diacritics: στεφανίων Capitals: ΣΤΕΦΑΝΙΩΝ
Transliteration A: stephaníōn Transliteration B: stephaniōn Transliteration C: stefanion Beta Code: stefani/wn

English (LSJ)

εἶδος κολοιοῦ (fort. κλοιοῦ), Hsch.

German (Pape)

[Seite 939] ωνος, ὁ, eine Dohlenart mit einem Kranze, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνίων: -ωνος, ἡ, εἶδος κολοιοῦ φέροντος λόφον ἐπὶ κεφαλῆς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α στέφανος
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος κολοιοῦ».