σούδα

From LSJ
Revision as of 20:20, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

η / σοῦδα, ΝΜ
νεοελλ.
1. χαντάκι, αυλάκι όπου ρέουν βρόμικα νερά που, συνήθως, προέρχονται από σπίτι, οχετός
2. στενό πέρασμα
μσν.
1. πάσσαλος
2. συνεκδ. φράγμα κατασκευασμένο με πασσάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sudis «τάφρος, χαράκωμα, πάσσαλος». Από τον τ. αυτό προήλθε ο τίτλος του μσν. λεξικού της αρχ. ελλ. Σούδα].