σουσαμένιος
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. σουσαμάτος
2. παρασκευασμένος με σουσάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σουσάμι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. κριθαρένιος)].