σπάρσιμο

From LSJ
Revision as of 08:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

το, Ν
1. σπορά αγρού
2. σκόρπισμα, διασπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- του σπείρω (πρβλ. σπαρ-τός) + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρσιμο, φέρσιμο)].