σπάρσιμο

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. σπορά αγρού
2. σκόρπισμα, διασπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- του σπείρω (πρβλ. σπαρτός) + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρσιμο, φέρσιμο)].