τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one
το, Ν1. σπορά αγρού2. σκόρπισμα, διασπορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ- του σπείρω (πρβλ. σπαρτός) + κατάλ. -σιμο (πρβλ. πάρσιμο, φέρσιμο)].