σπονδυλωτός
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που έχει σπονδύλους, που αποτελείται από σπονδύλους, που είναι συγκροτημένος από σπονδύλους
2. μτφ. αυτός που αποτελείται από χωριστά μέρη τα οποία όμως έχουν εσωτερική ή θεματική ενότητα («σπονδυλωτό έργο»)
3. βοτ. α) (για τύπο διάταξης τών φύλλων στον βλαστό) αυτός κατά τον οποίο από ένα γόνατο εκφύονται τρία ή περισσότερα φύλλα
β) (για τύπο διάταξης τών οφθαλμών στον ανθοφόρο βλαστό) αυτός κατά τον οποίο σε κάθε γόνατο υπάρχουν τρεις ή περισσότεροι οφθαλμοί
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπονδυλωτά
τα σπονδυλόζωα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόνδυλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].