στερεόφρων

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερεόφρων Medium diacritics: στερεόφρων Low diacritics: στερεόφρων Capitals: ΣΤΕΡΕΟΦΡΩΝ
Transliteration A: stereóphrōn Transliteration B: stereophrōn Transliteration C: stereofron Beta Code: stereo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)

   A stubborn-hearted, S.Aj.926 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 937] ον, hartes, festes Sinnes, Soph. Ai. 909.

Greek (Liddell-Scott)

στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ ἔχων στερεάν, ἰσχυρογνώμονα διάθεσιν, ἰσχυρογνώμων, Σοφ. Αἴ. 926.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
au caractère rigide.
Étymologie: στερεός, φρήν.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
ισχυρογνώμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].

Greek Monotonic

στερεόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), ισχυρογνώμων, πεισματάρης, ξεροκέφαλος, σε Σοφ.