στεριφότης

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερῐφότης Medium diacritics: στεριφότης Low diacritics: στεριφότης Capitals: ΣΤΕΡΙΦΟΤΗΣ
Transliteration A: steriphótēs Transliteration B: steriphotēs Transliteration C: sterifotis Beta Code: sterifo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A stoutness, solidity, Sch.Il.11.256.

Greek (Liddell-Scott)

στερῐφότης: -ητος, ἡ, σκληρότης, τραχύτης, τὸ στερεόν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 256.

Greek Monolingual

-ητος, ἡ, Α στέριφος (Ι)]
σκληρότητα, τραχύτητα.