στιβεύς

From LSJ
Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβεύς Medium diacritics: στιβεύς Low diacritics: στιβεύς Capitals: ΣΤΙΒΕΥΣ
Transliteration A: stibeús Transliteration B: stibeus Transliteration C: stiveys Beta Code: stibeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A walker, traveller, Hsch. (στιδεύς cod.); cf. στειβεύς.    2 fuller, who cleans clothes by treading them, PPetr.3p.173 (iii B.C.), BGU1087.7 (iii A.D.), Sch.A.R.2.30, Sch.Nic.Th.376.    II one who tracks out, σ. κύων Opp.C.1.463.

German (Pape)

[Seite 942] ὁ, 1) der Tretende od. Gehende, der Wanderer, ὁδευτής, Hes.; auch der Walker, der mit den Füßen tritt u. walkt, Scholl. Nic. Th. 346 u. Scholl. Ap. Rh. 2, 30. – 2) der der Spur nachgeht, Spürer, κύων, Spürhund, Opp. Cyn. 1, 462.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβεύς: έως, ὁ, (στιβέω) ὁ περιπατῶν, ὁδοιπόρος, ταξειδιώτης, Ἡσύχ.· ― μάλιστα δὲ κναφεὺς (Γερμ. walker), ὁ λευκαίνων καὶ πλύνων τὰ ἐνδύματα πατῶν αὐτὰ διὰ τῶν ποδῶν του, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 30, Νικ. Θηρ. 376· ― πρβλ. στείβω Ι. 1 ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ περιπατῶν ἔξω, περιερχόμενος, στ. κύων Ὀππ. Κυν. 1. 462.

Greek Monolingual

και στειβεύς, -έως, ὁ, Α
1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης
2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια
3. ιχνηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος + επίθημα -εύς (πρβλ. στιγ-εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό του ρ. στείβω].