στομήρης

From LSJ
Revision as of 22:58, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομήρης Medium diacritics: στομήρης Low diacritics: στομήρης Capitals: ΣΤΟΜΗΡΗΣ
Transliteration A: stomḗrēs Transliteration B: stomērēs Transliteration C: stomiris Beta Code: stomh/rhs

English (LSJ)

ες,    A v. στομώδης.

German (Pape)

[Seite 948] ες, = εὔστομος, εὔφημος, Poll. 2, 101.

Greek (Liddell-Scott)

στομήρης: -ες, ἴδε στομώδης.

Greek Monolingual

-ῆρες, Α
στομώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κατάλ. -ήρης (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης)].