σύγκαμα

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

το, Ν συγκαίγομαι
ερεθισμός του δέρματος που οφείλεται σε παρατεταμένη τριβή.

Greek Monolingual

το, Ν συγκαίγομαι
ερεθισμός του δέρματος που οφείλεται σε παρατεταμένη τριβή.