συγγενοκτόνος

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγενοκτόνος Medium diacritics: συγγενοκτόνος Low diacritics: συγγενοκτόνος Capitals: ΣΥΓΓΕΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: syngenoktónos Transliteration B: syngenoktonos Transliteration C: syggenoktonos Beta Code: suggenokto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω)

   A slaying one's kindred, Tz H.9.391.

Greek (Liddell-Scott)

συγγενοκτόνος: -ον, (κτείνω) ὁ ἀποκτείνων τοὺς ἰδίους συγγενεῖς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 391.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που σκοτώνει τους συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγενής + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.