συγκοιμητής

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοιμητής Medium diacritics: συγκοιμητής Low diacritics: συγκοιμητής Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΗΤΗΣ
Transliteration A: synkoimētḗs Transliteration B: synkoimētēs Transliteration C: sygkoimitis Beta Code: sugkoimhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A bedfellow, Hsch. s.v. ἐπευνακταί.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, der Beischläfer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοιμητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκοιμώμενος μετά τινος, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐπευνα(κ)ταί.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.

Greek Monolingual

ὁ, Α συγκοιμῶμαι
(κατά τον Ησύχ.) σύνευνος.