συκῆ

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

German (Pape)

[Seite 973] ἡ, s. das Vorige.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
contr. p. συκέα, συκέη.

English (Strong)

from σῦκον; a fig-tree: fig tree.

English (Thayer)

συκῆς, ἡ (contracted from συκεα), from Homer down, Hebrew תְּאֵנָה, a fig-tree: Revelation 6:13. (Cf. Löw, Aram. Pflanzennamen, § 335.)

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
(επικ. και ιων. συνηρ. τ. του συκέα) βλ. συκιά.