συμφώνησις

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφώνησις Medium diacritics: συμφώνησις Low diacritics: συμφώνησις Capitals: ΣΥΜΦΩΝΗΣΙΣ
Transliteration A: symphṓnēsis Transliteration B: symphōnēsis Transliteration C: symfonisis Beta Code: sumfw/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A agreement, 2 Ep.Cor.6.15.    II = συνίζησις, An.Ox.4.326.

German (Pape)

[Seite 993] ἡ, das Zusammenstimmen, die Uebereinstimmung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμφώνησις: -εως, ἡ, συμφωνία, Ἐκκλ.· συμβόλαιον, συμφωνητικόν, Βυζ. ΙΙ. = συνίζησις, Ἀνέκδ. Ὀξων. 4. 326.

English (Strong)

from συμφωνέω; accordance: concord.

English (Thayer)

συμφωνησεως, ἡ (συμφωνέω), concord, agreement: πρός τινα, with one, 2 Corinthians 6:15. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ συμφωνῶ
συμφωνητικό, συμβόλαιο
αρχ.
1. συμφωνία
2. (ειδικά) γραμμ. συνίζηση («συμφώνησίς ἐστιν, ὁπόταν δύο [συλλαβαὶ] σύμφωνα μεταξὺ ἀλλήλων μὴ ἔχουσαι ἀντὶ μιᾱς παραλαμβάνονται», Ανέκδ. Κραμήρου).

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ συμφωνῶ
συμφωνητικό, συμβόλαιο
αρχ.
1. συμφωνία
2. (ειδικά) γραμμ. συνίζηση («συμφώνησίς ἐστιν, ὁπόταν δύο [συλλαβαὶ] σύμφωνα μεταξὺ ἀλλήλων μὴ ἔχουσαι ἀντὶ μιᾱς παραλαμβάνονται», Ανέκδ. Κραμήρου).