συνδημιουργός

From LSJ
Revision as of 12:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδημιουργός Medium diacritics: συνδημιουργός Low diacritics: συνδημιουργός Capitals: ΣΥΝΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: syndēmiourgós Transliteration B: syndēmiourgos Transliteration C: syndimiourgos Beta Code: sundhmiourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A fellow-workman, Pl. Lg.671d.    II Dor. συνδᾱμιοργοί, τοί, fellow-δαμιοργοί, of magistrates in Locris, IG9(1).335 (V B.C.).

German (Pape)

[Seite 1006] mit verfertigend, Mitschöpfer, Miturheber, τῶν νόμων Plat. Legg. II, 671 d.

Greek (Liddell-Scott)

συνδημιουργός: ὁ, ὁ συνδημιουργῶν, ὁ ὁμοῦ μετ’ ἄλλου δημιουργῶν τι, Πλάτ. Νόμ. 671D, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 616A.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ και δωρ. τ. συνδαμιοργός Α δημιουργός
1. αυτός που δημιουργεί μαζί με άλλον ή συγχρόνως με άλλον («ὁ Υἱὸς γέγονε συνδημιουργὸς τῷ Πατρί», Επιφάν.)
2. (ο δωρ. τ. στον πληθ.) τοί συνδαμιοργοί
(στους Λοκρούς) οι από κοινού άρχοντες.