συνεξανοίγω

From LSJ
Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξανοίγω Medium diacritics: συνεξανοίγω Low diacritics: συνεξανοίγω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΝΟΙΓΩ
Transliteration A: synexanoígō Transliteration B: synexanoigō Transliteration C: syneksanoigo Beta Code: sunecanoi/gw

English (LSJ)

   A help one to open a way, c. dat., v.l. in J. BJ5.2.2.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, τινὶ Λεόντ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 506. 1.

Greek Monolingual

Α ἐξανοίγω
ανοίγω από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», Ιώσ.).

Greek Monolingual

Α ἐξανοίγω
ανοίγω από κοινού με άλλον («μία... ἐλπὶς ἦν... ἑκάστῳ τὸ συνεξανοίγειν τῷ Τίτω μὴ φθάσαντι κυκλωθῆναι», Ιώσ.).