συναποπέμπω

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποπέμπω Medium diacritics: συναποπέμπω Low diacritics: συναποπέμπω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΠΕΜΠΩ
Transliteration A: synapopémpō Transliteration B: synapopempō Transliteration C: synapopempo Beta Code: sunapope/mpw

English (LSJ)

   A send off together, X.Cyr.3.1.2 (v.l. συνέπεμπε); send out as well, ὑμένα Gal.2.523.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich ab- od. wegschicken, Xen. Cyr. 3, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συναποπέμπω: πέμπω ὁμοῦ, καὶ κόσμον δὲ συναπέπεμπε Ξεν. Κύρ. 3, 1, 2 (διάφορ. γραφ. συνέπεμπε).

French (Bailly abrégé)

renvoyer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποπέμπω.

Greek Monolingual

Α ἀποπέμπω
1. πέμπω συγχρόνως
2. αποπέμπω επίσης.

Greek Monolingual

Α ἀποπέμπω
1. πέμπω συγχρόνως
2. αποπέμπω επίσης.

Greek Monotonic

συναποπέμπω: μέλ. -ψω, αποστέλλω, εκδιώκω μαζί, σε Ξεν.