συνεκτικότητα

From LSJ
Revision as of 20:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του συνεκτικού
2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό
3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].