συνεκκλίνω

From LSJ
Revision as of 20:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκλίνω Medium diacritics: συνεκκλίνω Low diacritics: συνεκκλίνω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΛΙΝΩ
Transliteration A: synekklínō Transliteration B: synekklinō Transliteration C: synekklino Beta Code: sunekkli/nw

English (LSJ)

[ῑ],

   A decline (morally) together, Posidon. ap. Gal.5.469.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκλίνω: [ῑ], ἐκκλίνω, κάμπτω κατὰ μέρος ἢ πλαγίως ὁμοῦ, Διόδ. 3. 26· ἀλλ’ ὁ Δινδ. συνεγκλ-.

Greek Monolingual

Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.

Greek Monolingual

Α ἐκκλίνω
παρεκτρέπομαι, παρασύρομαι μαζί με κάποιον.