φρονιμάδα
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
η, Ν
1. φρόνηση, σωφροσύνη
2. σοβαρότητα χαρακτήρα
3. χρηστότητα, ηθικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].