χειρομύλη

From LSJ
Revision as of 02:34, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρομύλη Medium diacritics: χειρομύλη Low diacritics: χειρομύλη Capitals: ΧΕΙΡΟΜΥΛΗ
Transliteration A: cheiromýlē Transliteration B: cheiromylē Transliteration C: cheiromyli Beta Code: xeiromu/lh

English (LSJ)

[ῠ], ἡ,

   A hand-mill, X.Cyr.6.2.31.

German (Pape)

[Seite 1346] ἡ, = Folgdm, Xen. Cyr. 6, 2,31.

Greek (Liddell-Scott)

χειρομύλη: ἡ, «χειρόμυλος», μύλος τῇ χειρὶ στρεφόμενος, Ξέν. Κύρου Παιδ. 6. 2, 31· χειρόμῠλον, τό, Γλωσσ.· καὶ χειρομύλων, ωνος, ὁ, Διοσκ. 5. 103.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
moulin à bras.
Étymologie: χείρ, μύλη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χειρόμυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + μύλη.

Greek Monotonic

χειρομύλη: [ῠ], ἡ, χειροκίνητος μύλος, σε Ξεν.