τετρακόρωνος

From LSJ
Revision as of 04:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκόρωνος Medium diacritics: τετρακόρωνος Low diacritics: τετρακόρωνος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: tetrakórōnos Transliteration B: tetrakorōnos Transliteration C: tetrakoronos Beta Code: tetrako/rwnos

English (LSJ)

ον,

   A four times a crow's age, Hes.Fr.171.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Krähenalter habend, d. i. sehr alt, Hes. frg. 50, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόρωνος: -ον, ὁ τετράκις μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρι-κόρωνος].

Russian (Dvoretsky)

τετρακόρωνος: живущий четыре вороньих века, т. е. очень долговечный (ἔλαφος Hes.).