ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
-ή, -όν, Α
(για ζώα) αυτός που τρέφεται μέσα στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + τροφικός, μέσω ενός αμάρτυρου τ. ὑγροτρόφος (πρβλ. κοινοτροφικός)].