βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words
Α1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνω («ὑπεκπίπτω τοῦ καιροῡ», Ιώσ.)2. (για όργανο του σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].