φάλη
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 1253] ἡ, Stammwort von φάλαινα, der Wallfisch, Lycophr. 394.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
baleine, animal.
Étymologie: DELG v. φαλλός.
Greek (Liddell-Scott)
φάλη: ἡ, ἴδε ἐν λέξ. φάλλαινα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. φάλλη (II).