τετράζευκτος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ον, A gloss on τέτρωρον, Eust.573.27.
German (Pape)
[Seite 1097] = Folgdm, Philem. lex. p. 220.
Greek (Liddell-Scott)
τετράζευκτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Φιλήμ. Λεξ. Τεχνολογ. 318.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
τετράζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ζευκτός (< ζεύγνυμι)].