χειρόκμητος

From LSJ
Revision as of 06:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόκμητος Medium diacritics: χειρόκμητος Low diacritics: χειρόκμητος Capitals: ΧΕΙΡΟΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: cheirókmētos Transliteration B: cheirokmētos Transliteration C: cheirokmitos Beta Code: xeiro/kmhtos

English (LSJ)

ον,

   A wrought by hand, παραδείγματα Ti.Locr.94e, cf. Arist.Cael.287b16, Mete.381a30; οἰκήματα Str.2.5.10; χ. ὕδατα, = φρεατιαῖα, of artificial reservoirs, Arist.Mete. 353b25; χ. θεός Heraclit.Ep.4.2; neut. pl. as title of work by [Democr.], Fr.300 (variously corrupted).

German (Pape)

[Seite 1345] von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet; πηγαῖα ὕδατα Arist. meteorol. 2, 1, vgl. 4, 3; παραδείγματα Tim. Locr. 94 e; Strab. 3, 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόκμητος: -ον, εἰργασμένος, πεποιημένος διὰ χειρός, χειροποίητος, παραδείγματα Τίμ. Λοκρ. 94Ε, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 4, 11, Μετεωρ. 4. 3, 20, Στράβ. 59, 116· χ. τὰ φρεατιαῖα ὕδατα, ἐπὶ φρεάτων καὶ δεξαμενῶν τεχνητῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
travaillé de main d’homme.
Étymologie: χείρ, κάμνω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χειρόκματος, -ον, Α
χειροποίητος, φτειαγμένος με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -κμητος (< κάμνω), πρβλ. ἀνδρό-κμητος].

Russian (Dvoretsky)

χειρόκμητος: сделанный или устроенный руками (человека) (παραδείγματα Plat.; πηγαῖα ὕδατα Arst.).