τοκαρίδιον
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
τό,
A usurula, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1125] τό, wie τοκάριον, dim. von τόκος, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τοκᾰρίδιον: τό, ὡς τὸ ἑπόμ., ὑποκορ., τοῦ τόκος ΙΙ. 2, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μικρός τόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + υποκορ. κατάλ. -άριον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λιθ-αρ-ίδιον)].