συνεξίσταμαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξίσταμαι Medium diacritics: συνεξίσταμαι Low diacritics: συνεξίσταμαι Capitals: ΣΥΝΕΞΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: synexístamai Transliteration B: synexistamai Transliteration C: syneksistamai Beta Code: suneci/stamai

English (LSJ)

Pass.,

   A make common cause with, Plb.3.34.9, 3.68.8, 5.39.4.

German (Pape)

[Seite 1016] (s. ἵστημι), mit od. zugleich aufstehen und herausgehen, in den Kampf ziehen, Pol. 3, 34, 9 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξίσταμαι: Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.

Greek Monolingual

Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.

Greek Monolingual

Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.

Russian (Dvoretsky)

συνεξίσταμαι: (fut. συνεκστήσομαι, aor. 2 συνεξέστην) вместе выходить (на бой), одновременно выступать Polyb.