τέρθρο

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

το / τέρθρον, ΝΑ
ναυτ. το εξώτατο άκρο του κέρατος του επιδρόμου, κν. σήμερα πινό του πικιού
αρχ.
1. το πιο ακραίο, το έσχατο σημείο ενός πράγματος («ῥινῶν ἔσχατα τέρθρα», Πολυδ.)
2. το τέρμα της ζωής, ο θάνατος
3. (για ασθένεια) κρίση
4. (για βουνό) η κορυφή
5. (κατά τον Ησύχ.) α) «στέγη οικίας»
β) «τὸ ἄκρον τοῦ κέρως»
6. (κατά τον Πολυδ.) «τὸ τῶν παρωτίδων μέχρι κλειδῶν μέρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη ρίζα ter- «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τέρετρο), με επίθημα -θρον (πρβλ. βάρ-θρον). Η λ. με αρχική σημ. «άκρο, τέρμα, σημείο αιχμής» (για τη σημ. της λ. βλ. και λ. τέρμα) χρησιμοποιήθηκε ως τεχνικός όρος της ναυτικής ορολογίας].