ταμπλάς

From LSJ
Revision as of 12:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source

Greek Monolingual

(I)
και ταβλάς, ο, Ν
1. ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («του έπεσε ο ταμπλάς με τα κουλούρια»)
2. ο δίσκος, το τάσι της ζυγαριάς
3. τετράγωνη σανίδα θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη μέσα σε πλαίσιο, αλλ. τύμπανο
4. μεγάλος ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούνται ποτήρια, πιάτα και άλλα μαγειρικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tabla].
(II)
ο, Ν
ο νταμπλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damla (βλ. και λ. νταμπλάς].