σχοινοβατία
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
v. σχοινοβατίη.
German (Pape)
[Seite 1057] ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοβατία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ σχοινοβάτου, Ἱππ. 366. 55 (ἴδε Littré 6, σ. 596)· καὶ σχοινοβατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Α. Β. 652.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη, Α
βλ. σχοινοβασία.