φυσόβαθρον
From LSJ
Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!
English (LSJ)
τό, (φῦσα)
A frame or stand for bellows, Suid.
German (Pape)
[Seite 1319] τό, Gestell zum Blasebalge, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσόβαθρον: τό, (φῦσα) βάθρον, στήριγμα τῶν φυσῶν χαλκέως, Σουΐδ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) «βάθρον τῶν φυσῶν χαλκέως»·
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα + βάθρον.