χορταιόβαμος

From LSJ
Revision as of 15:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορταιόβᾱμος Medium diacritics: χορταιόβαμος Low diacritics: χορταιόβαμος Capitals: ΧΟΡΤΑΙΟΒΑΜΟΣ
Transliteration A: chortaióbamos Transliteration B: chortaiobamos Transliteration C: chortaiovamos Beta Code: xortaio/bamos

English (LSJ)

ὁ, epith. of Silenus (cf. sq. 1), Hsch.; also χορταιο-βάμων [ᾱ], ον, gen. ονος, Trag.Adesp.601.

Greek (Liddell-Scott)

χορταιόβᾱμος: ἢ -βάμων, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Σειληνοῦ παρ’ Ἡσυχ.· ἴδε τὸ ἑπόμ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ χορταιοβάμων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορταῖος «χοντρό ένδυμα, προβιά» (< χόρτος) + -βαμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. παλίμ-βαμος].