τετράπωλος
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
German (Pape)
[Seite 1099] mit vier Rossen bespannt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπωλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ἵππους, τὸν τετράπωλον ἡλίου δίφρον Θεόδ. Πρόδρ. σ. 2.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις ίππους («τετράπωλον ἅρμα», Μαλάλ. Ι.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπωλον
το τέθριππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πῶλος (πρβλ. ἑξά-πωλος)].