τρικυλίνδητος
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
ον,
A thrice-rolled, gloss on τρικαλίνδητος, EM766.22, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκῠλίνδητος: -ον, ὁ τρὶς κυλινδηθείς· ὡσαύτως τρικαλίνδητος, Ἐτυμ. Μέγ. 766, 22, ἐν λ.
Greek Monolingual
και τρικαλίνδητος, -ον, Α
αυτός που έχει περιστραφεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κυλίνδομαι / κυλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»].