τρικυλίνδητος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκῠλίνδητος Medium diacritics: τρικυλίνδητος Low diacritics: τρικυλίνδητος Capitals: ΤΡΙΚΥΛΙΝΔΗΤΟΣ
Transliteration A: trikylíndētos Transliteration B: trikylindētos Transliteration C: trikylinditos Beta Code: trikuli/ndhtos

English (LSJ)

ον,

   A thrice-rolled, gloss on τρικαλίνδητος, EM766.22, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκῠλίνδητος: -ον, ὁ τρὶς κυλινδηθείς· ὡσαύτως τρικαλίνδητος, Ἐτυμ. Μέγ. 766, 22, ἐν λ.

Greek Monolingual

και τρικαλίνδητος, -ον, Α
αυτός που έχει περιστραφεί τρεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κυλίνδομαι / κυλινδοῦμαι «κυλιέμαι, περιστρέφομαι, ταλαντεύομαι»].