συντέλεση

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source

Greek Monolingual

η / συντέλεσις, -έσεως, ΝΑ συντελώ
1. αποπεράτωσησυντέλεσις τοῦ ναοῡ», επιγρ.)
2. τερματισμός
νεοελλ.
πραγματοποίηση.