τάρα

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek Monolingual

(I)
και ντάρα, η, Ν
1. η διαφορά μικτού και καθαρού βάρους, το απόβαρο
2. φρ. α) «παίρνω την τάρα» — ζυγίζω το απόβαρο
β) «βγάζω την τάρα» — αφαιρώ το απόβαρο για να βρω το καθαρό βάρος
γ) «μάς βγάλανε ντάρα»
μτφ. δεν μάς υπολόγισαν, δεν μάς συμπεριέλαβαν κάπου, μάς παρέλειψαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tara «απόβαρο» < αραβ. tarha < αραβ. țaraha «αφαιρώ, αποβάλλω»].
(II)
τἆρα ή τἄρα Α
(στους Αττ. συγγραφείς) κράση αντί τοι ἄρα.